Αποτελεί πράγματι συχνή ανησυχία αρκετών ανθρώπων: «Αφού πληρώνω έναν άνθρωπο για να με ακούσει, μάλλον δε θα με νοιαστεί αυθεντικά».
Η αμοιβή του θεραπευτή έρχεται να θέσει ένα εμφανές όριο μεταξύ της θεραπευτικής σχέσης από μία σχέση φιλική. Ναι, πράγματι ο θεραπευτής αμείβεται καθώς ασκεί ένα επάγγελμα για το οποίο έχει επενδύσει πόρους και χρόνο σε πολύχρονη εκπαίδευση, μεταπτυχιακή ειδίκευση, προσωπική θεραπεία και συνεχιζόμενες εποπτείες. Επίσης καλείται να καλύψει τρέχοντα λειτουργικά έξοδα (συνδρομές σε επαγγελματικούς φορείς, συνεχιζόμενη επιμόρφωση, ασφαλιστικά και λειτουργικά έξοδα γραφείου). Όλα τα παραπάνω χρειάζεται να συνυπολογιστούν στην αμοιβή, η βάση της οποίας καθορίζεται επιπλέον και από το Σύλλογο Ελλήνων Ψυχολόγων (για τους Ψυχολόγους-Ψυχοθεραπευτές).
Από την άλλη όμως, κανένας – σας διαβεβαιώ – θεραπευτής δεν έχει επιλέξει να ασκήσει αυτό το επάγγελμα υποκινούμενος από οικονομικά κίνητρα, παρά από μία βαθιά προσωπική ανάγκη, που διαφέρει για τον καθένα. Επίσης, παρά τις δυσκολίες, το επάγγελμα προσδίδει ανεκτίμητη ανατροφοδότηση, όταν ο θεραπευόμενος πετυχαίνει θετικές ανατροπές στη ζωή του και όταν ο θεραπευτής καταφέρνει να σταθεί επάξια δίπλα του σε αυτό το ταξίδι. Η σχέση που αναπτύσσεται είναι αληθινή. Ομοίως, και τα συναισθήματα που γεννώνται στην πορεία είναι αληθινά και αυθεντικά, όπως και το νοιάξιμο που επιδεικνύεται.
Τέλος, η αμοιβή αποτελεί το μόνο στοιχείο που επιφέρει ισοτιμία στη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου, καθώς ο θεραπευόμενος αποκαλύπτει μονομερώς κομμάτια του ψυχισμού του και δέχεται βοήθεια από το θεραπευτή, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να γίνεται αρεστός ή να του «οφείλει» με οποιονδήποτε τρόπο. Έτσι παραμένει αυθεντικός και ειλικρινής στη σχέση και διεκδικεί βοήθεια που του παρέχεται απλόχερα.