Η διαδικασία κι έκβαση της ψυχοθεραπείας, πέρα από την τεχνική κατάρτιση, προσέγγιση και δεξιότητες του θεραπευτή, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ίδια τη θεραπευτική σχέση. Ο I. Yalom έχει πει χαρακτηριστικά πως «η σχέση είναι αυτή που θεραπεύει»!
Η πρώτη επαφή με το θεραπευτή μπορεί να είναι αρκετά αγχωτική, καθώς ο θεραπευόμενος ίσως να μη γνωρίζει πώς εκτυλίσσεται η διαδικασία ή τι να πει κι ενδεχομένως να νιώθει πως εκτίθεται μπροστά σε έναν άγνωστο, στον οποίο χρειάζεται επιπλέον να αποκαλύψει ενδόμυχα και δυσφορικά συναισθήματα κι εμπειρίες. Και όλα αυτά, με τον επιπλέον φόβο πως ο θεραπευτής ίσως να μη τον καταλάβει ή ίσως τον κρίνει αρνητικά… Είναι πολύ σημαντικό ως θεραπευόμενος να αισθανθείτε άνεση και ασφάλεια στη σχέση με το θεραπευτή σας. Ο θεραπευτής οφείλει να σας προσεγγίσει με στάση αποδοχής, ενσυναίσθησης κι ενεργητικής ακρόασης, εντός των ορίων της θεραπευτικής σχέσης. Επιπλέον βρίσκεται εκεί για να σας ακούσει, χωρίς να σας κρίνει, σε ένα πλαίσιο εχεμύθειας, σεβασμού και απορρήτου.
Μολονότι η θεραπευτική σχέση δεν είναι μια φιλική σχέση, καθώς διέπεται από ξεκάθαρα όρια και κανόνες, που επικοινωνούνται με σαφήνεια, είναι απαραίτητο να υπάρχει μία «καλή χημεία» μεταξύ θεραπευτή-θεραπευόμενου. Ο πιο έμπειρος και ικανός θεραπευτής μπορεί να είναι ιδανικός για κάποιον αλλά όχι ο κατάλληλος για κάποιον άλλο θεραπευόμενο. Είναι σημαντικό η όποια επιφύλαξη αναφορικά με τη σχέση να εκφράζεται και να αξιοποιείται στη διαδικασία, ενώ είναι εξίσου φυσικό ο θεραπευόμενος να επιλέγει το θεραπευτή με τον οποίο αισθάνεται άνεση, ασφάλεια και οικειότητα.
Μετά την αρχική, αναμενόμενη αμηχανία, η έναρξη της θεραπείας συνήθως επιφέρει ανακούφιση στο θεραπευόμενο. Συχνά αισθάνεται πως έχει πάρει τα ηνία της ζωής του, νιώθει πλαισιωμένος και έχει ενσταλαχτεί μέσα του η ελπίδα πως τα πράγματα θα αλλάξουν. Συχνά το πρώτο αυτό βήμα αρκεί για να εξαλειφθούν και αρκετά συμπτώματα.
Πίσω όμως από τα συμπτώματα που φέρνουν ένα θεραπευόμενο στη θεραπεία, υπάρχουν πάντα βαθύτερα αίτια. Όσο λοιπόν εξελίσσεται η θεραπεία κι εξερευνώνται – πάντα με τη συναίνεση του θεραπευόμενου – πιο δύσκολες πτυχές της ζωής του ή όσο αναδεικνύονται πιο ευάλωτα κομμάτια, ανακινούνται αναπάντεχα και ίσως πρωτόγνωρα συναισθήματα, όπως θυμός, λύπη ή σύγχυση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ψυχοθεραπεία δεν λειτουργεί. Αντίθετα, μπορεί να είναι ένα σημάδι ότι ο θεραπευτής σας ωθεί να αναγνωρίσετε δύσκολες αλήθειες ή να διαπραγματευτείτε αλλαγές. Τα έντονα συναισθήματα είναι ενδείξεις ανάπτυξης και όχι στασιμότητας κι ένα αναγκαίο βήμα για την επίτευξη θεραπευτικής αλλαγής. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν στη φάση αυτή, είναι ακόμα μεγαλύτερο ψυχικό σθένος, ελπίδα και υποστήριξη για να παραμείνει κανείς δεσμευμένος στη θεραπεία. Καθήκον του θεραπευτή είναι να λειτουργήσει ως συνοδοιπόρος του θεραπευόμενου, με στόχο να καλωσορίσει τα δύσκολα συναισθήματα, να τα αντέξει, να τα διερευνήσει, να τα αξιοποιήσει ως εργαλεία για την προόδου, όχι να σπεύσει να τον απαλλάξει από αυτά.
Εδώ καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει η θεραπευτική σχέση και το κίνητρο για ζωή. Γιατί ό,τι μας επιτρέπει να επιβιώνουμε – και αυτό πολλοί συνάνθρωποί μας, το γνωρίζουν καλά – δεν μας επιτρέπει απαραίτητα να ζήσουμε μία ζωή αυθεντική, εστιασμένη στις δικές μας ανάγκες. Στη συστημική θεραπεία, η υποστήριξη και η πλαισίωση ενισχύεται περαιτέρω και με την ένταξη σε μία θεραπευτική ομάδα, που λειτουργώντας ως συμβολική οικογένεια, επιτρέπει τη σύνδεση με τους άλλους σε ένα προστατευόμενο πλαίσιο, την αποδοχή και συμφιλίωση με τον εαυτό και με το παρελθόν και λειτουργεί ως μοχλός σπουδαίων θεραπευτικών επιτευγμάτων.
Η ψυχοθεραπεία είναι μια διεργασία επεξεργασίας και μετασχηματισμού της εμπειρίας μας, ένα ταξίδι αναστοχασμού μέσα από το οποίο δημιουργείται μία νέα γνώση και μία νέα προσωπική και πιο ανακουφιστική αφήγηση. Οι εμπειρίες πηγάζουν από την καθημερινή λειτουργία μας, όσο και από το γνωστικό σύστημα αναφοράς του καθενός μας. Ταυτόχρονα μέσα από τη θεραπεία τολμάμε και διαπραγματευόμαστε το μέλλον μας, επιθυμίες, προσδοκίες και στόχους.